κομψοπρέπεια

κομψοπρέπεια
η
κομψότητα στους τρόπους και στην εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψοπρεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”